Τον τελευταίο καιρό υπάρχει μεγάλη διαμάχη ως προς την κατάλληλη ποσότητα σιδήρου που πρέπει να προστίθεται στα υποκατάστατα μητρικού γάλακτος.

Παγκοσμίως, υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση στο περιεχόμενο σιδήρου των υποκατάστατων, από 4-12mg/L.

Ωστόσο, η κατάλληλη ποσότητα δεν είναι ξεκάθαρη.

Το μητρικό γάλα περιέχει χαμηλές ποσότητες σιδήρου, με την πλειονότητά του στον οργανισμό του μωρού να συγκεντρώνεται κατά τη διάρκεια της κύησης.

Κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της ζωής, τα αποθέματα αυτά εξαντλούνται στα μωρά που θηλάζουν.

Η μείωση αυτή μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν παθολογική.

Όμως μπορεί να πρόκειται για έναν φυσικό αμυντικό μηχανισμό προκειμένου να μην υπάρχει αρκετός σίδηρος διαθέσιμος για τα παθογόνα μικρόβια που οφείλονται στην έναρξη των στερεών τροφών.

Πολλά από τα παθογόνα μικρόβια που οδηγούν σε ασθένειες χρειάζονται το σίδηρο για να αναπτυχθούν και να αναπαραχθούν.

Η μείωση των αποθεμάτων σιδήρου κατά την φάση της έναρξης των στερεών τροφών, ίσως να μειώνει την διαθεσιμότητα του σιδήρου στα παθογόνα αυτά, μειώνοντας έτσι την συχνότητα και την σοβαρότητα των ασθενειών.

Αυτός ο αμυντικός μηχανισμός της μείωσης του σιδήρου έχει υποτιμηθεί, καθώς υπερβολική ποσότητα σιδήρου προστίθεται στα υποκατάστατα.

Εξελικτικά, οι μητέρες που παράγουν γάλα χαμηλό σε σίδηρο και τα μωρά που έχουν χαμηλά αποθέματα σιδήρου κατά τη διάρκεια του αποθηλασμού, ήταν πιο πιθανό να επιβιώσουν την μετάβαση στις στέρεες τροφές, καθώς είχαν λιγότερο σίδηρο διαθέσιμο για τα παθογόνα μικρόβια.

Οι σύγχρονες πρακτικές εμπλουτισμού του γάλακτος, υποτιμούν αυτόν τον αμυντικό μηχανισμό και αυξάνουν τον κίνδυνο ασθενειών στα μωρά.

Πηγή: http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1002/ajhb.22476/abstract

Μετάφραση: Βίκυ Φαρδογιάννη – Πιστοποιημένη Σύμβουλος Θηλασμού IBCLC

Αφήστε μια απάντηση